καταστάλαγμα
Greek Monolingual
το κατασταλάζω
1. το προϊόν της απόσταξης, το κατακάθισμα, το ίζημα
2. η απόσταξη, το στράγγισμα
3. το ξαστέρωμα, το λαμπικάρισμα
4. έκβαση, αποτέλεσμα, αποκρυστάλλωμα.
το κατασταλάζω
1. το προϊόν της απόσταξης, το κατακάθισμα, το ίζημα
2. η απόσταξη, το στράγγισμα
3. το ξαστέρωμα, το λαμπικάρισμα
4. έκβαση, αποτέλεσμα, αποκρυστάλλωμα.