καταστηματάρχης
Greek Monolingual
ο
ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής εμπορικού καταστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάστημα, -τος + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασιάρχης, τελετάρχης].
ο
ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής εμπορικού καταστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάστημα, -τος + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασιάρχης, τελετάρχης].