τελετάρχης
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
τελετάρχου, ὁ,
A founder of mysteries, Orph.H. 54, etc.
2 in plural, an order of divine beings who bring initial and final terms into relation, Dam.Pr.96, al., cf. 277.
German (Pape)
[Seite 1086] ὁ, Urheber der Weihe, Orph.
Greek (Liddell-Scott)
τελετάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἱδρυτὴς τῶν μυστηρίων, Ὀρφ. Ὕμν. 51, κλπ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. τελετάρχις, -ιδος, ΜΑ
νεοελλ.
αυτός που διευθύνει τελετή
μσν.-αρχ.
1. ιδρυτής μυστηρίων, ο πρώτος ιεροτελεστής, ο μυσταγωγός («θιάσου νομίου τελετάρχα», Ορφ. Ύμν.)
2. στον πληθ. οἱ τελετάρχαι
τάξη θείων όντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελετή + -άρχης (πρβλ. νομάρχης)].