τελετάρχης

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελετάρχης Medium diacritics: τελετάρχης Low diacritics: τελετάρχης Capitals: ΤΕΛΕΤΑΡΧΗΣ
Transliteration A: teletárchēs Transliteration B: teletarchēs Transliteration C: teletarchis Beta Code: teleta/rxhs

English (LSJ)

τελετάρχου, ὁ,
A founder of mysteries, Orph.H. 54, etc.
2 in plural, an order of divine beings who bring initial and final terms into relation, Dam.Pr.96, al., cf. 277.

German (Pape)

[Seite 1086] ὁ, Urheber der Weihe, Orph.

Greek (Liddell-Scott)

τελετάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἱδρυτὴς τῶν μυστηρίων, Ὀρφ. Ὕμν. 51, κλπ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. τελετάρχις, -ιδος, ΜΑ
νεοελλ.
αυτός που διευθύνει τελετή
μσν.-αρχ.
1. ιδρυτής μυστηρίων, ο πρώτος ιεροτελεστής, ο μυσταγωγός («θιάσου νομίου τελετάρχα», Ορφ. Ύμν.)
2. στον πληθ. οἱ τελετάρχαι
τάξη θείων όντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελετή + -άρχης (πρβλ. νομάρχης)].