κατευνασμός

English (LSJ)

ὁ, lulling to sleep, Id.2.378f (pl.).

German (Pape)

[Seite 1398] ὁ, das in Schlaf, zur Ruhe Bringen, Gegensatz ἀνέγερσις, Plut. de is. et Osir. 69.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action d'endormir.
Étymologie: κατευνάζω.

Russian (Dvoretsky)

κατευνασμός:усыпление Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κατευνασμός: ὁ, ἀποκοίμισις, Πλούτ. 2. 378Ε.

Greek Monolingual

ο (Α κατευνασμός) κατευνάζω
νεοελλ.
καθησύχαση, καταπράυνση, ηρέμηση, μαλάκωμα («ο κατευνασμός της διχόνοιας»)
αρχ.
το να οδηγεί κάποιος κάποιον στην κλίνη για να κοιμηθεί, το κοίμισμα.