κατωφέρεια

English (LSJ)

ἡ, propensity, πρὸς συνουσίαν Sch.D Il.24.30, cf. Sch. A.Ch.600; downward tendency, Eustr.in EN60.3.

German (Pape)

[Seite 1407] ἡ, abschüssige Lage, Abhang, wie καταφέρεια.

Greek (Liddell-Scott)

κατωφέρεια: ἡ, κατωφερής, ἐπικλινὴς θέσις, τὸ ἐπικλινές· μεταφ., κλίσις, διάθεσις, προδιάθεσις, ἀμφίβ. ἀντὶ καταφ-, Σχολ. Μοσχ. Ἰλ. Ω 30.

Greek Monolingual

η (Α κατωφέρεια) κατωφερής
νεοελλ.
η προς τα κάτω φορά του εδάφους, η κλίση της επιφάνειας του εδάφους προς τα κάτω, η κατηφοριά
αρχ.
ροπή, προδιάθεση για κάτι.