κεντρηνεκής
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1418] ές, mit dem Stachel angetrieben, angespornt (ἐνεγκεῖν), ἵπποι, Il. 5, 752. 8, 396.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
pressé par l'aiguillon.
Étymologie: κέντρον, ἐνεγκεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεντρηνεκής -ές [κέντρον, φέρω] met de prikkel aangespoord (een paard).
Russian (Dvoretsky)
κεντρηνεκής: подгоняемый стрекалом, пришпориваемый (ἵπποι Hom.).
English (Autenrieth)
ές: goaded on. (Il.)
Greek Monolingual
κεντρηνεκής, -ές (Α)
(για άλογο) αυτός που κεντρίζεται, που παροτρύνεται για να τρέξει («κεντρηνεκέας ἔχον ἵππους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + -ηνεκής. Το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε τ. -ενεκ-ής, στον οποίο απαντά το θέμα τών ἐνεγκεῖν, ἐνεχθῆναι με τροπή του αρχικού -ε- σε -η- λόγω της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. διηνεκής, δουρηνεκής)].
Greek Monotonic
κεντρηνεκής: -ές (*ἐνέγκω), κεντρισμένος ή υποκινημένος, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρηνεκής: -ές, κεντούμενος, παροτρυνόμενος, ἵπποι Ἰλ. Ε. 752., Θ. 396.
Middle Liddell
κεντρ-ηνεκής, ές [*ἐνέγκω]
spurred or goaded on, Il.