κιρκόω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1442] mit einem Kreise, einem Ringe festbinden, σκέλη δὲ κίρκωσον βίᾳ Aesch. Prom. 74, dem voranstehenden πόρπασον entsprechend. S. κρικόω.
French (Bailly abrégé)
κιρκῶ :
enserrer dans un anneau.
Étymologie: κίρκος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιρκόω [2. κίρκος] ketenen.
Russian (Dvoretsky)
κιρκόω: окружать кольцом, заковывать (σκέλη Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
κιρκόω: λατ. circino, κύκλῳ δένω, περιδένω, ἀσφαλίζω διὰ κρίκων, σκέλη δὲ κίρκωσον βίᾳ = πόρπασον, Αἰσχύλ. Πρ. 74· πρβλ. κρικόω.
Greek Monotonic
κιρκόω: μέλ. -ώσω, δένω σε κύκλο, περιδένω, ασφαλίζω με κρίκους, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
κιρκόω, fut. -ώσω [from κίρκος
to hoop round, secure with rings, Aesch.