κλαρί
Greek Monolingual
το (Μ κλαρί[ν])
1. κλάδος δέντρου ή θάμνου, κλαδί
2. δέντρο
νεοελλ.
1. (περιλπτ.) δάσος, λόγγος
2. στον πληθ. τα κλαριά
άγρια δέντρα και θάμνοι
3. φρ. «βγήκε στο κλαρί»
α) (στο παρελθόν) βγήκε στην παρανομία, ανέβηκε στο βουνό, έγινε κλέφτης
β) (για γυναίκα) βγήκε στην πορνεία, έγινε πόρνη
4. παροιμ. α) «κάθε κλαρί τον δρόμο του» — κάθε άνθρωπος έχει την τύχη του
β) «κάλλια στο κλαρί παρά στο κλουβί»
i) καλύτερα κλέφτης στο βουνό παρά φυλακισμένος
ii) καλύτερα ανεξάρτητος και με στερήσεις παρά περιορισμένος και με ανέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο -κλαρ-ίον υποκορ. της γλώσσας του Ησυχίου κλάρας
φοῖνιξ. Κατ' άλλη άποψη, < μσν. καππαδοκικό κλαρί < κλαδί, με τροπή του -δ- σε -ρ-].