κλωβός
English (LSJ)
ὁ, bird-cage, AP6.109 (Antip.), Babr.124.3, Aesop.341. (Cf. κλουβός, κλουβίον, and Hebr. kèlûbh.)
German (Pape)
[Seite 1458] ὁ, Käfig, Vogelbauer; bes. der Schlagbauer der Vogelsteller, κλωβούς τ' ἀμφιῤῥῶγας Antipat. 17 (VI, 109). – Verwandt κλοιός?
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
cage d'oiseau.
Étymologie: cf. κλείω, κλοιός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλωβός -οῦ, ὁ vogelkooi.
Russian (Dvoretsky)
κλωβός: ὁ клетка для птиц Anth.
Greek (Liddell-Scott)
κλωβός: ὁ, κλωβίον πτηνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 109. (Πρβλ. τὸ Ἑβρ. kĕlôv, kĕlûv.)
Greek Monolingual
ο (AM κλωβός)
κλουβί
νεοελλ.
1. καθετί που μοιάζει με κλουβί
2. (ηλεκτρολ.) τύπος περιέλιξης του επαγωγίμου σε έναν ασύγχρονο τριφασικό κινητήρα
3. φρ. α) (ηλεκτρολ.) «κλωβός του Φάραντεϋ» — μεταλλικό περίβλημα κατασκευασμένο από μεταλλικό έλασμα ή από πυκνό μεταλλικό πλέγμα με το οποίο επιδιώκεται η προστασία ορισμένων χώρων από τις επιδράσεις εξωτερικών ηλεκτρικών πεδίων
β) ναυτ. «κλωβός έλικας» — ο χώρος μέσα στον οποίο περιστρέφεται η έλικα του πλοίου
γ) «κλωβός φάρου» — το ανώτατο τμήμα φάρου στο οποίο υπάρχουν τα φωτιστικά μηχανήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως, πρβλ. συρ. kәlub «κλουβί πουλιών».
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. κλωβίον.
Greek Monotonic
κλωβός: ὁ, κλουβί πουλιού, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: bird-cage (AP, Babr.), also κλουβός (POxy. 1923, 14; V-VIp [meaning uncertain], Tz., Gloss.). Dimin. κλωβίον (-ου-) small cage, twined basket (Hdn. Epim., Pap.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: Semitic LW [loanword], cf. Hebr. Syr. kelūb bird-cage. Lewy Fremdw. 129 after Renan and A. Müller; cf. Grimme Glotta 14, 19, Masson, Emprunts sémit. 108 n. 4.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
κλωβός: {klōbós}
Forms: auch κλουβός (POxy. 1923, 14; V-VIp [Bed. unsicher], Tz., Gloss.).
Grammar: m.
Meaning: Vogelkäfig (AP, Babr. u. a.),
Derivative: Demin. κλωβίον (-ου-) kleiner Käfig, Flechtkorb (Hdn. Epim., Pap.).
Etymology: Semitisches LW, vgl. hebr. syr. kelūb Vogelkäfig. Lewy Fremdw. 129 nach Renan und A. Müller; vgl. noch Grimme Glotta 14, 19.
Page 1,878
Mantoulidis Etymological
(=κλουβί). Ἴσως συγγενικό μέ τίς: κλοιός, κλείς τοῦ κλείω. Ὑποκοριστικό κλωβίον.