κνιπολόγος

English (LSJ)

ὁ, (κνίψ, λέγω) gatherer of wood-insects, name of one of the woodpeckers, Arist.HA593a12.

German (Pape)

[Seite 1461] ὁ, ein Vogel, der Specht, od. Baumläufer, der Insekten sucht, Arist. H. A. 8, 3.

Russian (Dvoretsky)

κνῑπολόγος:κνίψ дятел Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑπολόγος: ὁ, (κνίψ, λέγω) τοὺς κνῖπας θηρεύων, κνιποφάγος, ὄνομα τοῦ δρυοκολάπτου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9· πρβλ. ξυλοκόπος.

Greek Monolingual

κνιπολόγος, ὁ (Α)
ονομασία είδους δρυοκολάπτη που τρέφεται με σκνίπες («ἄλλος, ὅς καλεῖται κνιπολόγος, τὸ μέγεθος μικρός, ὅσον ἀκανθυλλίς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνίψ -ιπός + -λόγος (< λόγος < λέγω με σημ. «συλλέγω», πρβλ. συκολόγος (επίσης ονομ. πτηνού)].