κοντραστάρω

Greek Monolingual

και κοντρεστάρω (Μ κοντραστάρω)
1. εναντιώνομαι, αντιμάχομαι, πηγαίνω κόντρα, αντιλέγω, ανταγωνίζομαι
2. αγωνίζομαι, πολεμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contrastare].