ὁ, Dim. of κοπίς, = λίβανος σμιλιωτός, incense, Dsc.1.68.
κοπίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κοπίς, ἀρωματικόν κατασκεύασμα, ἀρωματικὸς τροχίσκος, Γαλλικ. pastille, Διοσκ. 1. 81.
κοπίσκος, ὁ (Α)είδος φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω ή κοπή.