κοράκινος
English (LSJ)
η, ον, like a raven, raven-black, AB104, Vitr.8.3.14; κ. σφραγίς, remedy for sore throat, Gal.13.826.
Greek (Liddell-Scott)
κοράκῐνος: -η, -ον, ὅμοιος πρὸς κόρακα, μέλας ὡς κόραξ, Α. Β., 104, Βιτρούβ. 8. 3.
Greek Monolingual
κοράκινος, -ίνη, -ον (Α)
1. αυτός που μοιάζει με κόρακα, μαύρος σαν κόρακας
2. φρ. «κορακίνη σφραγίς» — είδος φαρμάκου για τον πονόλαιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + κατάλ. -ινος (πρβλ. μάλλινος, ξύλινος)].
German (Pape)
vom Raben, rabenähnlich, rabenschwarz, χρῶμα B.A. 104.14.