κορυστός

English (LSJ)

κορυστή, κορυστόν, (κορύσσω ΙΙ) raised up, heaped up, especially of full measure, opp. ψηκτός, IG22.1013.22, al.; cf. κορυτόν· ἐπίμεστον, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κορυστός: -ή, -όν, (κορύσσω ΙΙ) ἐπίμεστος, ἰδίως ἐπὶ πλήρους μέτρου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψηκτός, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 22, Ἡσύχ. (ἐνθα ὁ Κῶδ. κορυτός).

Greek Monolingual

κορυστός, -ή, -όν (Α) κορύσσω
επιγρ. (για μέτρα) ξέχειλος, γεμάτος, σωρευτός.

German (Pape)

gehäuft, Hesych. (wo falsch κορυτός steht) ἐπίμεστον; bes. vom Getreidemaß; im Gegensatz des gestrichenen, ψηκτὸς μόδιος, Inscr. 123 und A.