κουτός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. ανόητος, μωρός
2. αφελής, απονήρευτος, απλοϊκός
3. φρ. «κάνω τον κουτό» — προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από το σύνθ. κουτόμυαλος (< κοττό-μυαλος < κοττός «πετεινός» + μυαλό), πρβλ. φυρός < φυρόμυαλος, αψύς/αψίς < αψίθυμος κ.τ.ό.].