κούρητες

English (LSJ)

ων, οἱ, (κόρος B, κοῦρος A)
A young men, esp. young warriors, κούρητες Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν, Il.19.193, 248.
II as pr.n., Κουρῆτες (Hdn.Gr.1.63, al.), Dor. Κωρῆτες, divinities coupled with Nymphs and Satyrs, K. θεοὶ φιλοπαίγμονες ὀρχηστῆρες Hes.Fr.198; worshipped in Crete, Κωρῆτας καὶ Νύμφας καὶ Κύρβαντας GDI5039.14 (Hierapytna); Κωρῆσι τοῖς πρὸ καρταιπόδων ib.iv p.1036 (Gortyn); K. Διὸς τροφεῖς λέγονται Str.10.3.19, cf. ΙΙ, E.Ba.120 (lyr.), Orph.H.38.1, Fr.151, etc.: prov., Κουρήτων στόμα, of prophecy, Zen.4.61. (Sg. only late, ὁ Κορόνους δηλοῖ νοῦν καὶ τὸν Κουρῆτα τούτου Dam.Pr. 267.)
2 armed dancers who celebrated orgiastic rites, Str.10.3.7: hence used to translate Lat. Salii, D.H.2.70; Κουρήτων Βάκχος ἐκλήθην ὁσιωθείς E.Fr.472.14 (lyr.).
3 at Ephesus, religious college of six members, συνέδριον Κουρήτων Ephes.2 No.83c, cf. SIG353.1 (iv B. C.), Str.14.1.20.
III pr. n. of a people who fought with the Aetolians, Il.9.529, al.

German (Pape)

[Seite 1495] οἱ, = κοῦροι, die junge, waffenfähige Mannschaft, κούρητες Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν, Il. 19, 193. 248. – S. nom. propr.

French (Bailly abrégé)

ήτων (οἱ) :
seul. au pl.
jeunes hommes.
Étymologie: κούρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κούρητες -ων, οἱ [κοῦρος] jongemannen.

English (Autenrieth)

(κοῦρος), pl.: youths, usually princes.

Greek Monolingual

κούρητες, -ήτων, οἱ (Α) νέοι στρατεύσιμοι, πολεμιστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + επίθημα -ης, -ητος (πρβλ. έρπης, -ητος, πλάνης, -ητος)].

Greek Monotonic

κούρητες: -ων, οἱ (κόρος, κοῦρος),
I. νεαροί άνδρες, ιδίως, νέοι πολεμιστές, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Κούρητες, οἱ, οι Κουρήτες, οι παλιότεροι κάτοικοι στα Πλεύρα της Αιτωλίας, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κούρητες: -ων, οἱ, (κόρος, κοῦρος) νέοι νεανίαι, μάλιστα νέοι πολεμισταί, κούρητες Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν Ἰλ. Τ. 193. 248· ― ἀλλά, ΙΙ. Κουρῆτες, οἱ, ἀρχαιότατοι κάτοικοι τῆς ἐν Αἰτωλίᾳ Πλευρῶνος, Ἰλ. Ι. 529, 549, κτλ. 2) Κρητική τις φυλὴ ἐσχετισμένη μὲ ἰδιαιτέρας τινὰς τελετὰς ἐν Δήλῳ, παραβαλλομένας ὑπὸ τοῦ Διον. Ἁλ. 2. 71, πρὸς τὰς τῶν Ρωμαίων Σαλίων (Salii)· συχνάκις συγχεομένη πρὸς τοὺς Κορύβαντας, Στράβ. 466 κἑξ.· ― ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 1111, Müller Dor. 2. 1. 6.

Frisk Etymological English

κουρίδιος See also: s. κόρη.

Middle Liddell

κόρος, κοῦρος
I. young men, esp. young warriors, Il.
II. Κουρῆτες, οἱ, the Curetes oldest inhabitants of Pleuron in Aetolia, Il.

Frisk Etymology German

κούρητες: κουρίδιος
{koúrētes}
See also: s. κόρη.
Page 1,936