και κραίνω (Μ κρένω)λέγω, μιλώνεοελλ.απευθύνω τον λόγο προς κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κρίνω μεταπλασμένος τ. ενεστώτα κατά τα πολλά ρήματα σε -αίνω (-eno) και κατά το πρότυπο ρ. όπως έπλυνα: πλένω (αντί -πλύνω)].