κρανιοθλάστης
Greek Monolingual
και κρανιοθραύστης, ο
το ρόπαλο με το οποίο οι πρωτόγονοι άνθρωποι έθραυαν τα κεφάλια τών εχθρών τους ή τών θηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + -θλάστης (< θλῶ) ή θραύστης (< θραύω), πρβλ. οστεοθλάστης, καρυοθραύστης. Η λ. κρανιο-θραύστης μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].