κραταίπεδος
English (LSJ)
κραταίπεδον, with hard ground or soil, οὖδας Od.23.46.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sol ferme.
Étymologie: κραταιός, πέδον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κραταίπεδος -ον [κραταιός, πέδον] met harde grond.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰταίπεδος: с крепким основанием, крепкий (οὖδας Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰταίπεδος: -ον, ἔχων τραχύ, σκληρὸν ἔδαφος, κραταίπεδον οὖδας, «λιθόστρωτον ἔδαφος» (Σχόλ), Ὀδ. Ψ. 46.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κραταίπεδος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκληρό δάπεδο, σκληρό έδαφος («κραταίπεδον οὖδας» — λιθόστρωτο έδαφος, Σχόλ. Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -πεδος (< πέδον «πεδιάδα, έδαφος»), πρβλ. υψίπεδος, χαλκόπεδος].
Greek Monotonic
κρᾰταίπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει σκληρό, τραχύ έδαφος, σε Ομήρ. Οδ.