κρείττωσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, v. κρειττόομαι.
Greek Monolingual
κρείττωσις, ἡ (Α) κρειττούμαι
νόσος της αμπέλου που συνίσταται στην παρά φύση υπέρμετρη ανάπτυξη βλαστών, λόγω της οποίας ατροφούν και πέφτουν οι ρώγες («ἡ δὲ κρείττωσις, οἷον ἀντισπᾶν καὶ μεθιστάναι τὴν τροφήν
ὥστε ἐξ ἀμφοτέρων εὔλογον ἀπορρεῖν τὰς ρᾱγας καὶ τὰς ἑπιμενούσας ὡς μικρὰς εἶναι», Θεόφρ.).