κριτήριο

Greek Monolingual

το (AM κριτήριον) κριτήρ
1. μέτρο ή γνώμονας κρίσης (α. «επιλογή με κομματικά κριτήρια» β. «αξιολόγησε το έργο της με υποκειμενικά και αντιεπιστημονικά κριτήρια» γ. «χρόνου είναι μέτρον και κριτήριον τάχους», Ζήν.)
2. τόπος όπου εδρεύει ο κριτής, δικαστήριο
3. συν. στον πληθ. τα κριτήρια
τα βασανιστήρια, τα βάσανα (α. «καὶ αὐτοὶ ἕλκουσι ὑμᾱς εἰς κριτήρια», ΚΔ
β. «πληγές θανάτου, βάσανα, πάθη, κριτήρια δώσ' μου», Ερωτόκρ.)
μσν.
η κρίση ως αποτέλεσμα του κρίνω
αρχ.
δικαστική απόφαση.