κρυφοβράζω

Greek Monolingual

1. βράζω σιγανά, χωρίς να γίνεται αντιληπτός ο βρασμός
2. είμαι θυμωμένος ή βρίσκομαι σε ψυχικό αναβρασμό χωρίς να εκδηλώνω τα αισθήματά μου, καταπνίγω, συγκρατώ την αγανάκτησή μου.