κυκλοσοβέω

English (LSJ)

whirl round, πόδα cj. in Ar.V.1523 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1527] im Kreise scheuchen, rings verscheuchen, Ar. Vesp. 1523, nach Dindorfs Conj. für πόδ' ἐν κύκλῳ σοβεῖτε.

French (Bailly abrégé)

κυκλοσοβῶ :
mouvoir en rond.
Étymologie: κύκλος, σοβέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλοσοβέω [κύκλος, σοβέω] snel in de rondte bewegen.

Russian (Dvoretsky)

κυκλοσοβέω: вертеть, крутить (πόδα Arph. - v.l. ποδ᾽ ἐν κύκλῳ σοβέω).

Greek Monotonic

κυκλοσοβέω: μέλ. -ήσω, οδηγώ κυκλικά, περιστρέφω, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλοσοβέω: περιστρέφω, περιδινῶ, πόδα Ἀριστοφ. Σφ. 1523. ἐξ εἰκασ. Δινδ.

Middle Liddell

κυκλο-σοβέω, fut. -ήσω
to drive round in a circle, whirl round, Ar.