κυρτώνω

Greek Monolingual

(AM κυρτῶ, -όω) κυρτός
1. κάμπτω κάτι ώσπου να σχηματίσει τόξο, λυγίζω, καμπυλώνω («κυρτῶν τε νῶτα κεἰς κέρας παρεμβλέπων», Ευρ.)
2. είμαι ή γίνομαι καμπούρης, καμπουριάζω
νεοελλ.
κάνω κάτι καμπύλο προς τα έξω, ανακυρτώνω
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κυρτωμένος, -η, -ον
καμπύλος
αρχ.
παθ. κυρτούμαι, -όομαι
εξογκώνομαι, φουσκώνω.