κωφεύω
English (LSJ)
hold one's peace, LXX 2 Ki.13.20, al.
German (Pape)
[Seite 1547] stumm, taub, u. übh. unempfindlich sein, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κωφεύω: εἶμαι βωβός, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΙΓ΄, 20)· ὡσαύτως, εἶμαι κωφός, αὐτόθι.
Greek Monolingual
(Α κωφεύω) κωφός
νεοελλ.
1. είμαι κουφός
2. προσποιούμαι ότι δεν ακούω, κάνω τον κουφό
3. αδιαφορώ, δεν υπακούω σε συμβουλές ή διαταγές ή παρακλήσεις
αρχ.
παριστάνω τον μουγκό, κρατώ το στόμα μου κλειστό («καὶ νῦν ἀδελφή μου κώφευσον, ὅτι ἀδελφός σου ἐστί», ΠΔ).