(I)κόντος, ὁ (Μ)κόντες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. conte].(II)κόντος, ὁ (Μ)λογαριασμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. conto].(III)τοη ιδιότητα του κοντού, βραχύτητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κονταίνω κατά τα ουδ. σε -ος (πρβλ. εύρος, μάκρος)].