κονταίνω

From LSJ

Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl

Menander, Monostichoi, 105

Greek Monolingual

και κοντένω (Μ κονταίνω)
1. (μτβ.) α) κάνω κάτι πιο κοντό, βραχύνωπρέπει να κοντύνεις το παντελόνι σου, γιατί το πατάς»)
β) λιγοστεύω ή περιορίζω κάτι
2. (αμτβ.) α) γίνομαι πιο κοντός («έπλυνα την μπλούζα και κόντυνε»)
β) λιγοστεύω, μειώνομαι
γ) γίνομαι μικρότερος σε διάρκεια, συντομεύομαι
3. φρ. α) «κονταίνει η αναπνοή μου» — λαχανιάζω, ασθμαίνω
β) «κονταίνει η γλώσσα μου» — σιωπώ, βουβαίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι). Ο ενεστ. του ρ. σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. ε-κόντ-υν-α κατ' αναλογίαν προς τον ενεστ. ρημάτων σε -αίνω (πρβλ. -μάρ-αν-α: μαρ-αίν-ω) για να αντιδιασταλεί το ενεστωτικό θέμα που δηλώνει ατελές ποιόν ενεργείας προς το αοριστικό που δηλώνει τέλειο ποιόν ενεργείας. Έτσι, ορθτ. θεωρείται η γρφ. κοντ-ένω, δεδομένου ότι δεν συντρέχουν λόγοι ιστορικής ορθογραφίας για τη χρησιμοποίηση -αι-, παρά την επικράτηση της γενικευτικής ορθογραφίας σε -αίνω για λόγους απλοποιήσεως].