κύκλωσις
English (LSJ)
κυκλώσεως, ἡ,
A surrounding, enveloping, especially in battle, X.HG 4.2.20, Plb.3.65.6, Plu. Them. 12, Onos.21.1 (pl.); πρὶν καὶ τὴν πλέονα κ. σφῶν αὐτόσε προσμεῖξαι before the larger body that was endeavouring to surround them came up, Th.4.128.
2 way round, Plu.Flam.4.
German (Pape)
[Seite 1528] ἡ, das im Kreise Einschließen, Umringen, Umzingeln; Thuc. 4, 128; Xen. Hell. 4, 2, 19; τοὺς ἱππεῖς ἡτοιμάκει πρὸς κύκλωσιν Pol. 3, 65, 6; a. Sp., wie D. Cass. 37, 4.
French (Bailly abrégé)
κυκλώσεως (ἡ) :
1 action d'entourer, action d'envelopper;
2 corps de troupes manœuvrant pour cerner.
Étymologie: κυκλόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύκλωσις κυκλώσεως, ἡ [κυκλόω] milit. omsingeling; ook de personen die de omsingeling uitvoeren:. πρὶν καὶ τὴν πλέονα κύκλωσιν σφῶν αὐτόσε προσμεῖξαι voordat het merendeel van de omsingelaars zich daar bij hen kon voegen Thuc. 4.128.1.
Russian (Dvoretsky)
κύκλωσις: εως ἡ
1 воен. окружение (противника) Xen., Plut.;
2 выделенные для окружения противника части, совершающая обходный маневр колонна Thuc.
Greek Monolingual
η (AM κύκλωσις) κυκλώ (II)]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κυκλώνω, περικύκλωση
2. (ειδ.) το κλείσιμο του εχθρού σε κλοιό, η περίσφιγξή του απ' όλες τις πλευρές (α. «συντελέστηκε η κύκλωση και η αποκοπή του φρουρίου» β. «πρὶν καὶ τὴν πλέονα κύκλωσιν σφῶν αὐτῶν προσμεῖξαι» — προτού [τα άλλα τμήματα τών βαρβάρων] συνενωθούν και ολοκληρώσουν την περικύκλωσή τους, Θουκ.
γ. «τοὺς ἱππεῖς... ἡτοιμάκει πρὸς κύκλωσιν», Πολ.)
νεοελλ.
βοτ. η κίνηση τών σωματίων του κυτταροπλάσματος τών ζωικών και φυτικών κυττάρων, η οποία είναι συνεχής όσο το κύτταρο παραμένει ζωντανό
αρχ.
1. θέση κατάλληλη για να επιτευχθεί η περικύκλωση του εχθρού
2. αστρον. περιστροφική κίνηση τών ουράνιων σωμάτων
3. φρ. «παρέχω κύκλωσιν» — παρατάσσω τον στρατό έτσι ώστε να επιτευχθεί η περικύκλωση του εχθρού («τοσούτω πλήθει τών βαρβάρων λειπόμενος οὐ παρέσχε κύκλωσιν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
κύκλωσις: κυκλώσεως, ἡ (κυκλόω), περικύκλωση, σε μάχη, σε Ξεν.· τὴν πλέονα κύκλωσιν σφῶν, το μεγαλύτερο σώμα που προσπαθούσε να τους περικυκλώσει, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κύκλωσις: κυκλώσεως, ἡ, περικύκλωσις, κυρίως ἐν μάχῃ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 20· πρὶν καὶ τὴν πλέονα κύκλωσιν σφῶν προσμῖξαι, πρὶν ἢ ἑνωθῇ καὶ τὸ μεγαλείτερον σῶμα τὸ ὁποῖον προσεπάθει νὰ κυκλώσῃ αὐτοὺς, Θουκ. 4. 128.
Middle Liddell
κύκλωσις, κυκλώσεως κυκλόω
a surrounding, in a battle, Xen.; τὴν πλέονα κύκλωσιν σφῶν the larger body that was endeavouring to surround them, Thuc.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
actio circumveniendi, stratagem to outflank, 4.35.3, 4.35.4, 4.96.3, 4.128.1.