-άω1. εκπέμπω έντονη και συνεχή λάμψη, ακτινοβολώ, λάμπω2. αστράφτω από καθαριότητα («τα ρούχα του πάντοτε λαμποκοπούν»).[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + -κοπώ (< κόπος), πρβλ. ιδροκοπώ, μεθοκοπώ].