λεκτέος

English (LSJ)

α, ον, (λέγω B)
A to be said or spoken, Pl.R. 378b.
II λεκτέον, one must say or speak, περί τινος X.Lac.2.12; (λόγους) Pl. R.392a; ὅτιArist.EN1145a15.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de λέγω.

Russian (Dvoretsky)

λεκτέος: adj. verb. к λέγω III.

Greek (Liddell-Scott)

λεκτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ λέω, περὶ οὗ πρέπει τις νὰ εἴπῃ ἢ ὁμιλήσῃ, Πλάτ. Πολ. 387Α. ΙΙ. λεκτέον, πρέπει τις νὰ εἴπῃ ἢ ὁμιλήσῃ, περί τινος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 800, Ξεν. Λακ. 2, 12· τι Πλάτ. Πολ. 392Α· ὅτι... Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 1, 1.

Greek Monotonic

λεκτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του λέγω·
I. αυτός για τον οποίο πρέπει κάποιος να μιλήσει, σε Πλάτ.
II. λεκτέον, αυτό που πρέπει κάποιος να πει, στον ίδ.

Middle Liddell

λεκτέος, η, ον verb. adj. of λέγω3]
I. to be said or spoken, Plat.
II. λεκτέον, one must speak, Plat.