λεπίδι

Greek Monolingual

και λεπίδιο, το (Α λεπίδιον και λεπίδιν και λεπίδι)
νεοελλ.
1. έλασμα κοφτερού οργάνου, λεπίδα
2. μαχαίρι
3. (στον β' τύπο) το λεπίδιο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σταυρανθή
4. φρ. «έπεσε λεπίδι»
α) έγινε μεγάλη και ομαδική σφαγή
β) έγιναν μαζικές απολύσεις υπαλλήλων ή επιβλήθηκαν αυστηρές ποινές
αρχ.
1. μικρή πλάκα που χρησίμευε για έμφραξη σωλήνα, πώμα
2. είδος φυτού της Συρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπίδ-ιον < λεπίς, -ίδος + -ιον].