λεῖτος

Greek Monotonic

λεῖτος: -ον (λεώς), δημόσιος, κοινός, αυτός που ανήκει στο λαό, λαϊκός.

Mantoulidis Etymological

ἤ λέιτος (=δημόσιος). Σχετίζεται μέ τό λαόςλεώς, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Λειτουργός (=δημόσιος ὑπηρέτης). Ἀπό τό λεῖτος (=δημόσιος) + ἔργω ἐργάζομαι.
Παράγωγα: λειτουργῶ (=ἐκτελῶ δημόσια καθήκοντα), λειτουργία (=δημόσιο καθῆκον πού ἀναλάμβαναν οἱ πλούσιοι Ἀθηναῖοι μέ δικά τους ἔξοδα), λειτουργικός, λειτούργημα.

German (Pape)

s. λέϊτος.