λειτουργικός

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειτουργικός Medium diacritics: λειτουργικός Low diacritics: λειτουργικός Capitals: ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: leitourgikós Transliteration B: leitourgikos Transliteration C: leitourgikos Beta Code: leitourgiko/s

English (LSJ)

λειτουργική, λειτουργικόν, of or for λειτουργία, LXX Ex.31.10, al.; ἡμέραι (in temples) PTeb.88.6 (ii B.C.); ministering, πνεύματα Ep.Hebr.1.14: Subst. -κόν (sc. τέλος), τό, prob. a tax paid in lieu of labour performed, PPetr.2p.129 (iii B.C.), PTeb.5.49 (ii B.C.), al.:—in form λειτουργιακός Cat.Cod.Astr.7.209.19.

German (Pape)

[Seite 26] ή, όν, zu einer Liturgie gehörig, Sp., dienend, N.T.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre au service du culte.
Étymologie: λειτουργία.

Russian (Dvoretsky)

λειτουργικός: служебный (πνεύματκ NT).

Greek (Liddell-Scott)

λειτουργικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λειτουργίαν, Ἑβδ. (Ἔξ. ΛΑ΄, 9), κ. ἀλλ.· ὑπηρετικός, πνεύματα Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. α΄, 14, Ἐκκλ.

English (Strong)

from the same as λειτουργέω; functional publicly ("liturgic"); i.e. beneficient: ministering.

English (Thayer)

λειτουργικη, λειτουργικον (λειτουργία), "relating to the performance of service, employed in ministering: σκεύη, Numbers 4:(12),26, etc.; στολαί, πνεύματα, of angels executing God's behests, αἱ λειτουργικαι τοῦ Θεοῦ δυνάμεσι, Ignatius ad Philad. 9 [ET] (longer recension); τό πᾶν πλῆθος τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ, πῶς τῷ θελήματι αὐτοῦ λειτουργουσι παρεστῶτες, Clement of Rome, 1 Corinthians 34,5 [ET], cf. Daniel; (Theod.) Daniel 7:10>. (Not found in secular authors)

Greek Monolingual

-ή, -ό(ν) (AM λειτουργικός, -ή, -όν, Α και λειτουργιακός, -ή, -όν) λειτουργός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Θεία Λειτουργία ή χρησιμοποιείται κατά τις τελετές της λατρείας («τα λειτουργικά σκεύη»)
2. το θηλ. ως ουσ. η λειτουργική
το μάθημα ή ο κλάδος της πρακτικής θεολογίας που ασχολείται με τη θεωρία, την ερμηνεία και το τυπικό της θείας λατρείας
3. το ουδ. ως ουσ. το λειτουργικό(ν)
το βιβλίο της Ανατολικής Εκκλησίας στο οποίο περιέχονται οι συνήθως χρησιμοποιούμενες βυζαντινές λειτουργίες, δηλ. του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του Μεγάλου Βασιλείου, η λειτουργία τών Προηγιασμένων Δώρων και του Ιακώβου του Αδελφοθέου, στις οποίες προστίθενται και άλλες ευχές ή ακολουθίες, αλλ. ιερατικό
νεοελλ.
1. αυτός που ανταποκρίνεται κατά τον καλύτερο τρόπο στους σκοπούς για τους οποίους έχει κατασκευαστεί («το σπίτι είναι πολύ λειτουργικό»)
2. ιατρ. χαρακτηρισμός φαινομένου, εκδήλωσης ή διαταραχής που αφορά τη λειτουργία ενός μόνον οργάνου χωρίς αιτιολογικό, ανατομικό υπόστρωμαλειτουργική διαταραχή»)
2. φρ. εκκλ. «λειτουργικά βιβλία» — βιβλία τα οποία χρησιμοποιούνται από τις διάφορες χριστιανικές Εκκλησίες για την τέλεση της θείας λατρείας
μσν.-αρχ.
αυτός στον οποίο είναι ανατεθειμένη η εκτέλεση μιας υπηρεσίας ή αποστολής («οὐχὶ πάντες [οἱ ἄγγελοι] εἰσὶ λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα», ΚΔ)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. η αμοιβή του ιερέα για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιερά διακονία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λειτουργικόν (ενν. τέλος)
πιθ. φόρος που κατέβαλλε ο απαλλασσόμενος από προσωπική εργασία.
επίρρ...
λειτουργικῶς (Α)
σε θρησκευτική λειτουργία.

Greek Monotonic

λειτουργικός: -ή, -όν, υπηρετικός, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

λειτουργικός, ή, όν
ministering, NTest.

Chinese

原文音譯:leitourgikÒj 累特-烏而居可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:人民-行為(的) 相當於: (כָּהַן‎)
字義溯源:公開的盡職,作聖職,服事的,服役;源自(λειτουργέω)=作公僕); (λειτουργέω)出自(λειτουργός)=公僕),而 (λειτουργός)又由(λαός)*=人民)與(ἔργον)=行為)組成;而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)。參 (λειτουργέω)讀同源字
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 服事的(1) 來1:14