λιμνουργός
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 48] in Seen, Sümpfen arbeitend, Fischer, Plut. Mar. 37.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui travaille dans les étangs ou les lacs, pêcheur.
Étymologie: λίμνη, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
λιμνουργός: ὁ труженик озер, т. е. рыболов, рыбак Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λιμνουργός: ὁ, ὁ ἐργαζόμενος ἐν λίμναις, ἁλιεύς, Πλουτ. Μάρ. 37.
Greek Monolingual
λιμνουργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται σε λίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημιουργός, ξυλουργός.
Greek Monotonic
λιμνουργός: ὁ (ἔργω), αυτός που εργάζεται στις λίμνες, ψαράς, σε Πλούτ.
Middle Liddell
λιμν-ουργός, οῦ, ὁ, [*ἔργω
one who works in λίμναι, a fisherman, Plut.