λινάρι
Greek Monolingual
το (AM λινάριον, Μ και λινάρι) λίνον
νεοελλ.-μσν.
1. ονομασία, κοινή σήμερα, του φυτού λίνο το χρησιμότατο, του οποίου οι ίνες και οι σπόροι χρησιμοποιούνται στην υφαντουργική, στη βαφική και στη φαρμακευτική
2. οι ίνες του φυτού αυτού
μσν.
λινό ύφασμα, λινό ρούχο
μσν.-αρχ.
1. λινή κλωστή
2. (γενικά) κλωστή
3. δίχτυ
αρχ.
υποκορ. του λίνον.