λινοφακός

English (LSJ)

ὁ, flax mixed with lentils, PLille1.31.14 (iii B. C.).

Greek Monolingual

λινοφακός, ὁ (Α)
λίνο αναμεμιγμένο με φακές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + φακός «φακή», (πρβλ. δίφακος, ολόφακος)].