λινόπληκτος
German (Pape)
[Seite 49] netzschen, von Tieren, die einmal aus dem Netz entschlüpft und daher scheu sind, Plut. Symp. 2, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
atteint par le filet ; qui redoute le filet.
Étymologie: λίνον, πλήσσω.
Russian (Dvoretsky)
λῐνόπληκτος: напуганный сетью, т. е. боящийся сети (sc. ζῷον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόπληκτος: -ον, ὁ τρομάζων πρὸ τοῦ δικτύου, ἐπὶ ζῴων ἅτινα συλληφθέντα διέφυγον, Πλούτ. 2. 642Α· ὡσαύτως λινοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, Ἰω. Χρυσ.· - ἐν Νουμην. παρ’ Ἀθην. 321Ε, ἔχομεν ὑπερθετ. λινοπληγέστατος, σφοδρότατα πλήττων τὸ δίκτυον, κυρίως ἐπὶ ἰχθύος σφαδάζοντος, μεταφορ. δὲ ἐπὶ ἀνθρώπου, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 181. - Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Παραλ. 288.
Greek Monolingual
λινόπληκτος και λινόπληγος, -ον και λινοπλήξ, -ῆγος, ό, ἡ (Α)
(κυρίως για ζώα που πιάστηκαν σε παγίδα και διέφυγαν) αυτός που φοβάται, που αποφεύγει τα δίχτια ή τις παγίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. αλίπληκτος, θαλασσόπληκτος. Ο τ. λινόπληγος και λινοπλήξ < λίνον + -πληγός και -πληξ (< πλήξ, -γός < πλήσσω), πρβλ. αμφιπλήξ, παραπλήξ].