λιποατροφικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
φρ. «λιποατροφικός διαβήτης»
ιατρ. άγνωστης αιτιολογίας σύνδρομο σακχαρώδους διαβήτη ανθεκτικού στην ινσουλίνη με γενική ατροφία του υποδόριου λίπους και με τάση για ηπατική κίρρωση, αλλ. σύνδρομο Λώρενς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipoatrophic < lip(o)- (< λίπος) + -atrophic (ατροφικός)].