λιποβριθής

Greek Monolingual

-ές
γεμάτος λίπη, λιπαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίπος + -βριθής (< βρίθω «φουσκώνω, γεμίζω»), πρβλ. σιδηροβριθής, υπερβριθής].