λιτουργός

Greek (Liddell-Scott)

λιτουργός: -όν, κατὰ τὸν Ἡσύχ. πανοῦργος, Σιμων. Ἰαμβ. 6. 12, μετὰ διαφ. γραφῆς, λιτοργός, -ωργός· - ὅθεν λιτουργέω, = κακὰ λέγω, κατὰ τὸν Δίδυμον παρ’ Ἀμμων. - Ἐν μεταγεν. ἐπιγραφαῖς ἐνίοτε φέρονται τὰ λιτουργός, έω, -ημα, -ία, ἀντὶ τῶν λειτουργός, κτλ.

Greek Monolingual

λιτουργός, -όν και λιτοργός, λιτωργός, -όν (Α)
1. πανούργος
2. (κατά τον Ησύχ.) «λιτουργόν
κακοῦργον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + -ουργός (< ἔργον)].

German (Pape)

eigtl. λειτουργός, aber nur in der Bdtg von λεωργός, πανοῦργος, Gramm. Bei Hesych. steht dafür λιτούριος, was wohl zu ändern ist.