λούστρο
Greek Monolingual
το
1. στιλπνό επίχρισμα επιφάνειας, βερνίκι
2. στιλπνότητα, γυαλάδα
3. λουστράρισμα, στίλβωση
4. επιφανειακή πνευματική ή κοινωνική κατάρτιση ατόμου χωρίς βαθιά καλλιέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustro «στιλπνότητα, λάμψη»].
το
1. στιλπνό επίχρισμα επιφάνειας, βερνίκι
2. στιλπνότητα, γυαλάδα
3. λουστράρισμα, στίλβωση
4. επιφανειακή πνευματική ή κοινωνική κατάρτιση ατόμου χωρίς βαθιά καλλιέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustro «στιλπνότητα, λάμψη»].