λύδιος
Greek Monolingual
-α, -ο (AM λύδιος, -ία, -ον, Α θηλ. και -ος) Λυδός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυδία, αρχαία χώρα της Μικράς Ασίας, ή προέρχεται από τη Λυδία, λυδικός
2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λύδιος, η Λυδία
ο Λυδός, η Λυδή, αυτός ή αυτή που κατάγεται από τη Λυδία
3. φρ. α) «λυδία λίθος» ή απλώς «λυδία» — βλ. λίθος
β) «λύδιος τρόπος» ή «λύδιον είδος» ή «λύδιον μέλος» ή «λύδιος αρμονία» — ένας από τους 15 τρόπους της αρχαίας ελληνικής μουσικής ο οποίος εισήχθη από τη Λυδία
μσν.
φρ. «λύδιος τρόπος» — ο πέμπτος εκκλησιαστικός τρόπος του γρηγοριανού άσματος της Δυτικής Εκκλησίας
αρχ.
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) επίκληση του Διός, του Βάκχου και του Άττυος
2. παροιμ. «παρὰ τὸ Λύδιον ἅρμα θέω» — μένω πολύ πίσω, καθυστερώ.