μάλλον
Greek Monolingual
(AM μᾶλλον, Α ιων. τ. μάλιον, δωρ. τ. μαλλότερον)
επίρρ.
1. πιο πολύ, σε μεγαλύτερο βαθμό, περισσότερο («μᾶλλον τοῦ ξυμφέροντος» — περισσότερο από όσο συμφέρει, Αντιφ.)
2. προτιμότερο, καλύτερα, κάλλιο («οὐ πώποτ' ἔργου μᾶλλον εἱλόμην λόγους», Ευρ.)
3. φρ. α) «επί μάλλον καί μάλλον» — κατά ανιούσα κλίμακα, όλο και πιο πολύ, διαρκώς και περισσότερο
β) «μάλλον δε» ή «ή μάλλον»
(με επανορθωτική σημ.) ή καλύτερα, για να πω καλύτερα (α. «μέ άκουσε ή μάλλον πρόσεξε καλά αυτά που είπα» β. «ἀλλὰ καὶ τούτων πολλοί, μᾶλλον δὲ πάντες», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. κάπως, σε κάποιο βαθμό («το νερό της θάλασσας είναι μάλλον κρύο σήμερα»)
2. πολλές φορές με θετικό βαθμό επιθέτου για δήλωση συγκριτικού βαθμού («μάλλον δυστυχής»)
4. φρ. «κατά το μάλλον ή ήττον» — κατά προσέγγιση, πάνω-κάτω
νεοελλ.-μσν.
πιθανώς («μάλλον θα τά καταφέρει».)
αρχ.
1. υπερβολικά, σφόδρα («φίλει δὲ με κηρόθι μᾶλλον», Ομ. Οδ.)
2. φρ. α) «παντὸς μᾶλλον» — βεβαιότατα
β) «οὐδὲν μᾶλλον» — καθόλου περισσότερο
γ) «τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον» — σχήμα συλλογισμού το οποίο σήμερα καλείται «το κατά ισχυρότερο λόγο».
[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λ. μάλα.