κηρόθι
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
English (LSJ)
Adv., (κῆρ) with all the heart, heartily, in Hom. always followed by μᾶλλον, ἀπήχθετο κηρόθι μᾶλλον Il.9.300; χολώσατο κηρόθι μᾶλλον 21.136, cf. Od.5.284, etc.; φίλει δέ με κηρόθι μᾶλλον 15.370; τίον δέ ἑ κηρόθι μᾶλλον Hes.Sc.85.
German (Pape)
[Seite 1433] im Herzen, herzlich; Hom. vrbdt stets κηρόθι μᾶλλον, von der Liebe u. dem Zorne, Il. 21, 136 Od. 9, 450 u. öfter; τίειν Hes. Sc. 85.
French (Bailly abrégé)
adv.
dans le cœur.
Étymologie: κῆρ, -θι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηρόθι [κῆρ] adv., met heel zijn of haar hart:. φίλει δέ με κηρόθι zij hield van mij met heel haar hart Od. 15.370.
Russian (Dvoretsky)
κηρόθῐ: adv. только в выраж.: κ. μᾶλλον всем сердцем, от всего сердца, до глубины души Hom., Hes.
Greek (Liddell-Scott)
κηρόθῐ: ἐπίρρ. (κῆρ) ἐν τῇ καρδίᾳ, ἐκ καρδίας, ἐγκαρδίως, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἑπομένου τοῦ μᾶλλον, ἀπήχθετο κ. μ. Ἰλ. Ι. 300., Φ. 136· χολώσατο κ. μ. Ὀδ. Ε. 284. κτλ.· φίλει δέ με κ. μ. Ο. 370· οὕτω, τίον δ’ ἄρα κ. μ. Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 85.
English (Autenrieth)
see κῆρ.
Greek Monolingual
κηρόθι (Α)
επίρρ. εγκαρδίως, μες στην καρδιά, κατάβαθα («εἰ δέ τοι Ἀτρεΐδης μὲν ἀπήχθετο κηρόθι μᾶλλον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆρ (II) «καρδιά» + επιρρμ. κατάλ. -θι, δηλωτική του τόπου].
Greek Monotonic
κηρόθῐ: επίρρ. (κῆρ), στην καρδιά, με όλη την καρδιά, ολόψυχα, εγκάρδια, σε Όμηρ., Ησίοδ.