μέλινος

English (LSJ)

(A), ὁ,
A = μελίνη 1, cited by Harp. from X. An.1.2.22, 1.5.10 (μελίνην codd.), cf. Thphr. HP8.1.4, Diocl. Fr.113.
μέλῐνος (B), Ep. μείλινος (also in late Prose, μειλίνη ὕλη Orib.49.3.1), η, ον, (μελία) ashen, μείλινον ἔγχος Il.5.655; δόρυ μείλινον ib.666, al.; ἷζε δ' ἐπὶ μελίνου οὐδοῦ Od.17.339.

German (Pape)

[Seite 123] = μελίϊνος, eschen, Od. 17, 339, in der Il. in der ep. Form μείλινος. ὁ, = μελίνη, Theophr., zw.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de frêne.
Étymologie: μελία.

Russian (Dvoretsky)

μέλῐνος: эп. тж. μείλῐνος 3 сделанный из ясеня, ясеневый (οὐδός, ἔγχος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μέλινος: ο, = μελίνη, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἁρποκρ. ἐκ τῆς Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22., 5, 10, ἔνθα νῦν φέρεται μελίνην.

English (Autenrieth)

(μελίη): ashen. (Il.)

Greek Monolingual

(I)
μέλινος, ὁ (Α)
το φυτό μελίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μελίνη με αλλαγή γένους].
(II)
-η -ο (Α μέλινος και μελίνεος και μείλινος, -ίνη, -ον)
αυτός που είναι κατασκευασμένος από ξύλο μελίας («ὁ δ' ἀνέσχετο μείλινον ἔγχος Τληπόλεμος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά» + κατάλ. -ινος. Ο τ. μειλινός με -ει- οφείλεται είτε σε μετρική έκταση είτε σε αντέκταση (< σμελF-)
βλ. και λ. μελία.

Greek Monotonic

μέλῐνος: Επικ. μείλινος, -η, -ον (μελία), κατασκευασμένος από ξύλο μελιάς, Λατ. fraxineus, σε Όμηρ.

Middle Liddell

μέλῐνος, επιξ μείλινος, η, ον μελία
ashen, Lat. fraxineus, Hom.

English (Woodhouse)

of ash