μανίκι
Greek Monolingual
το (Μ μανίκιον και μανίκιν και μανίκι)
1. το μέρος του ενδύματος που καλύπτει το χέρι, χειρίδα
2. το μέρος από το οποίο μπορεί να κρατήσει ή να χειριστεί κάποιος ένα όργανο, η λαβή, το χερούλι ενός εργαλείου ή δοχείου («το μανίκι του μαχαιριού»
νεοελλ.
1. πολύ δύσκολο έργο («αυτό το πρόβλημα είναι μεγάλο μανίκι»)
2. (με αισχρή σημ.) συνουσία
3. φρ. «δεν είναι (δα) και της κάπας μου μανίκι» ή «δεν είναι και της γούνας μου μανίκι» — δεν τον έχω τίποτε ή δεν του έχω καμία υποχρέωση
μσν.
1. το μανικέτι
2. τμήμα στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του λατ. manica «χειρίς» < manus «χέρι»].