χειρίδα

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

η / χειρίς, -ῑδος, ΝΜΑ
μανίκι, το τμήμα του ενδύματος που καλύπτει το χέρι από τον ώμο ώς τον καρπό (α. «...και με χειρίδας ανοικτάς», Παπαδ.
β. «χειρίδας καὶ προγαστρίδια», Λουκιαν. γ. «ἐπικατήμενος χειρίδι πλέη ἀργυρίου», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(στον Μεσαίωνα) δερμάτινο γάντι ενισχυμένο με μεταλλικούς κρίκους ή πλάκες
αρχ.
1. δερμάτινο γάντι κηπουρού («χειρῖδας τ' ἐπὶ χερσί», Ομ. Οδ.)
2. γάντι για τρίψιμο στο λουτρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χείρ, χειρός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. θωρακίς)].