χειρίδα

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306

Greek Monolingual

η / χειρίς, -ῑδος, ΝΜΑ
μανίκι, το τμήμα του ενδύματος που καλύπτει το χέρι από τον ώμο ώς τον καρπό (α. «...και με χειρίδας ανοικτάς», Παπαδ.
β. «χειρίδας καὶ προγαστρίδια», Λουκιαν. γ. «ἐπικατήμενος χειρίδι πλέη ἀργυρίου», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(στον Μεσαίωνα) δερμάτινο γάντι ενισχυμένο με μεταλλικούς κρίκους ή πλάκες
αρχ.
1. δερμάτινο γάντι κηπουρού («χειρῖδας τ' ἐπὶ χερσί», Ομ. Οδ.)
2. γάντι για τρίψιμο στο λουτρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χείρ, χειρός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. θωρακίς)].