μαντάρα

Greek Monolingual

η
1. τόπος γυμνός από δέντρα, κατάλληλος για βοσκή, μαδάρα
2. φρ. α) «τά κάνω μαντάρα»
i) αποτυγχάνω πλήρως σε μια ενέργεια
ii) καταστρέφω τα πάντα, τά κάνω άνω κάτω, προκαλώ αναστάτωση, αναταραχή
β. «έγινα μαντάρα» — ταλαιπωρήθηκα πολύ, κακοποιήθηκα, κακοπάθησα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. μαδάρα (για την τροπή του -δ- σε -ντ- πρβλ. εν-δύω > ντύνω)].