μαδάρα
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
τά, kind of boat, Peripl. M.Rubr. 36 (μαδαράτε cod.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sorte de navire.
Étymologie: DELG -.
Greek Monolingual
και μαντάρα, η (Μ μαδάρα)
1. αποψιλωμένος, γυμνός, άδενδρος τόπος, περιοχή κατάλληλη για βοσκή
2. ερήμωση, καταστροφή
νεοελλ.
1. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Μαδάρες
τα Λευκά Όρη της Δυτ. Κρήτης
2. (στον εν. ως κύρ. όν.) η Μαδάρα
το όρος Κωλόν της Γορτυνίας, ΝΔ της Βυτίνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαδαρός με αναβιβασμό του τόνου, κατά το σχήμα φαλακρός: φαλάκρα.