μαντίλα
Greek Monolingual
η (Μ μανδήλα και μαντήλα)
1. μεγάλο μαντίλι
2. τραπεζομάντιλο
νεοελλ.
1. κάλυμμα του κεφαλιού τών γυναικών, τσεμπέρι, κεφαλοπάνι
2. το ύφασμα που καλύπτει την Αγία Τράπεζα
3. η μεμβρανώδης ή δερματική πτυχή που κρέμεται κάτω από τον λαιμό διαφόρων θηλαστικών, ιδίως τών βοδιών
4
δημώδης ονομασία φυτού που μοιάζει με το χαμομήλι
μσν.
πετσέτα, προσόψιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαντίλι + μεγεθ. κατάλ. -α (βλ. μαντίλι)].